- ναυάγιο
- Ολοκληρωτική απώλεια ενός πλοίου, που είτε εξαφανίζεται κάτω από τα κύματα είτε καταστρέφεται σε βαθμό που να μη μπορεί πια να επιδιορθωθεί. Κατά την αρχαιότητα - και ιδιαίτερα έξω από τη Μεσόγειο, καθώς επίσης και κατά τον Μεσαίωνα, σε διάφορες παραθαλάσσιες περιοχές της Βόρειας Ευρώπης, τα πρόσωπα και τα αγαθά που διασώζονταν από ν. δεν απολάμβαναν καμιά ιδιαίτερη προστασία. Οι Ρωμαίοι και, αργότερα, από τον 9o αι. και μετά διάφορες πόλεις και ναυτικά κράτη εξέδιδαν διατάξεις για τη διάσωση των ναυαγών και των πραγμάτων τους. Μετά τον 18o αι., τα θέματα αυτά ρυθμίστηκαν με κατάλληλες διατάξεις και με διεθνείς συμφωνίες· μεταξύ των τελευταίων μπορούν ν’ αναφερθούν οι δύο Συμβάσεις των Βρυξελλών, στις 23 Σεπτεμβρίου 1910, σχετικές με την παροχή βοήθειας και διάσωσης, καθώς και η Σύμβαση του Λονδίνου στις 31 Μαίου 1929, σχετική με την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα. Πρέπει να μνημονευθεί επίσης η υιοθέτηση κανόνων πλεύσης από τα διάφορα κράτη, με πρότυπο τον αγγλικό νόμο στις 29 Ιουνίου 1862, διεθνούς κώδικος σημάτων κλπ. Στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών, υπάρχουν διατάξεις που προβλέπουν την αποφυγή συγκρούσεων στη θάλασσα (στην Ελλάδα ήδη από το 1906 με το Β.Δ. 10 Απριλίου 1906), τη διάσωση ανθρώπων και πραγμάτων σε περίπτωση ν., καθώς και την προφύλαξη και διατήρηση των ν. (στην Ελλάδα ήδη από το 1856 με τον νόμο Τ B’), και που απειλούν ποινές για τη θεληματική ή από αμέλεια πρόκληση ν. θα πρέπει, τέλος, να σημειωθεί ότι και στον ναυτικό κώδικα περιλαμβάνονται πολυάριθμες διατάξεις, που αφορούν τη διάσωση του πλοίου, την αμοιβή εκείνων που συνέβαλαν στη διάσωση κλπ.
Ναυαγοσωστική υπηρεσία. Υπηρεσία που διαθέτει ειδικά πλοία, προσωπικό, κατάλληλα μέσα και πρακτικές εγκαταστάσεις για την παροχή βοήθειας σε πλοία που κινδυνεύουν ή ναυαγούν. Όταν πρόκειται για μεγάλα πλοία, που έπαθαν ξαφνικά σοβαρές ζημιές η διάσωση παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες κυρίως από την κατάσταση της θάλασσας, τη γειτνίαση ρηχών νερών, από τον κίνδυνο εκρήξεων. Τέτοιες περιπτώσεις προκαλούν καθυστέρηση της διάσωσης και μπορεί να απαιτήσουν τη χρησιμοποίηση μεγαλύτερων μέσων. Για τη γρήγορη επέμβαση, σε περίπτωση ατυχήματος, στις διάφορες παράκτιες ζώνες, προπάντων στον βόρειο Ατλαντικό, υπάρχουν μόνιμοι ναυαγοσωστικοί σταθμοί και υπηρεσίες που διαθέτουν σκάφη και κατάλληλα αεροπλάνα, ώστε να ενεργούν ιδίως στις περιπτώσεις αντίξοων καιρικών συνθηκών. Η οργάνωση των τάσεων αυτών και η εκτέλεση των επιχειρήσεων διάσωσης έχουν ανατεθεί σε ειδικές ιδιωτικές ή κρατικές υπηρεσίες, όπως η Ακτοφυλακή. Διεθνείς συμφωνίες καθόρισαν τον τύπο, τον αριθμό και την κατάταξη των ατομικών μέσων διάσωσης (σωσίβια, αλεξίπτωτα, εκτινασσόμενα καθίσματα κλπ.) καθώς και των ομαδικών (βάρκες, σχεδίες, κλπ.) με τα οποία πρέπει να είναι εφοδιασμένα τα πλοία και τα αεροπλάνα, ανάλογα με τις υπηρεσίες που προσφέρουν και τον ανώτατο αριθμό προσώπων που μεταφέρουν. Εκτός από αυτά έχει καθοριστεί ο αριθμός σε βάρκες που πρέπει να φέρουν κινητήρα ή ασύρματο και τη ποσότητα των τροφίμων που πρέπει να είναι πάντοτε έτοιμα για κάθε τύπο βάρκας.
* * *το (ΑΜ ναυάγιον Α και ιων. τ. ναυήγιον)1. πλοίο ή άλλο ναυπήγημα το οποίο έχει βυθιστεί ή έχει προσαράξει σε έξαρση τού βυθού ή σε σημείο τής ακτής από οποιαδήποτε αιτία και δεν μπορεί να πλεύσει («καὶ τὸν Πάριν εἰς Σπάρτην πλέοντα ναυαγίῳ περιπεσεῑν», Στράβ.)2. λείψανο, απομεινάρι βυθισμένου ή σύντριμμα κατεστραμμένου πλοίου («πρὸς τὰ ναυάγια καὶ τοὺς νεκροὺς τοὺς σφετέρους ἐτράποντο», Θουκ.)νεοελλ.μτφ. καταστροφή, πλήρης αποτυχία στα σχέδια, στις διαπραγματεύσεις, τις επιχειρήσεις ή τις προσπάθειες κάποιου, χρεωκοπία (α. «σε ναυάγιο κατέληξαν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ τών κομμάτων» β. «η επιχείρηση οδηγήθηκε σε ναυάγιο»)(νεοελλ.-μσν.) μτφ.1. ηθική κατάπτωση, διαφθορά2. («για πρόσ.) άνθρωπος που έπεσε έξω, που είναι κατεστραμμένος οικονομικά ή ηθικά εξαθλιωμένος («αυτός είναι ένα κοινωνικό ναυάγιο»)αρχ.(γενικά) καθετί το κατεστραμμένο ή συντριμμένο (α. «ἀνδρῶν δαιτυμόνων ναυάγιον», Χοιρίλ.β. «ναυαγίων ἱππικῶν»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ναυαγός, λ. που χρησιμοποιήθηκε με την σημ. τής ναυαγίας (πρβλ. ἐμπόριου - εμπορία, συμβούλιον - συμβουλία)].
Dictionary of Greek. 2013.